- -τήρας
- -τήρ, ΝΜΑπαραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. -τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη *-ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi-tā, λατ. pa-ter, αντίστοιχα τού ελληνικού πα-τήρ), η οποία απαντά στην Ελληνική, σε όλες τις μεταπτωτικές βαθμίδες τού φωνήεντος, με τις μορφές: α) -ter- / -τερ- τής απαθούς βαθμίδας (πρβλ. την αιτ. πα-τέρ-α και τα θηλ. σε -τειρα < *τερ-jα, πρβλ. σώ-τειρα)β) -tēr-/ -τηρ τής εκτεταμένης βαθμίδας (πρβλ. πα-τήρ)γ) -tor-/ -τορ-τής ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. εὐ-πά-τορ-ος)δ) -tōr / τωρ- τής εκτεταμένης - ετεροιωμένης βαθμίδας (πρβλ. εὐ-πά-τωρ, ῥή-τωρ)ε) -tr- / -τρ- τής μηδενισμένης βαθμίδας (πρβλ. γεν. πα-τρ-ός και τις κατάλ. -τρ-ια, -τρ-ίς, -τρ-ον, -τρ-α)στ) -tr- / -τρᾰ- τής συνεσταλμένης βαθμίδας (πρβλ. δοτ. πληθ. πα-τρά-σι)Οι καταλήξεις -τηρ και -τωρ, ως δηλωτικές τού δράστη ενέργειας, απαντούν ήδη στο ομηρικό κείμενο σε ουσιαστικά απλά, παράγωγα ρημάτων είτε απλών (πρβλ. βο-τήρ, δο-τήρ, ἀμύν-τωρ, ἴσ-τωρ) είτε μετονοματικών (πρβλ. ἀρπακ-τήρ, φυλακ-τήρ, κοσμή-τωρ, σημάν-τωρ), ενώ δεν απαντούν κατά κανόνα σε σύνθ. ον. (εκτός από ορισμένους νεώτερους τ. στο ομηρικό έπος, πρβλ. μηλο-βοτῆρες), όπου χρησιμοποιείται η κατάλ. -της*. Εξάλλου, η κατάληξη -της πολύ νωρίς αντικατέστησε τις καταλήξεις -τηρ και -τωρ στη δήλωση τού δράστη ενεργείας, ιδίως στην ιωνική-αττ. διάλεκτο. Οι τύποι σε -τηρ και -τωρ διατηρήθηκαν περισσότερο σε άλλες διαλέκτους, όπως στη δωρική, ενώ χρησιμοποιήθηκαν συχνά και στην τραγική ποίηση ως πιο ποιητικοί. Επίσης δεν αντικαταστάθηκαν από τύπους σε -της, ούτε στην ιων.-αττ. διάλεκτο, ορισμένοι όροι τού θρησκευτικού και νομικού λεξιλογίου (πρβλ. σω-τήρ, κλη-τήρ, πράκ-τωρ, ῥή-τωρ). Αξιοσημείωτο είναι ότι αρκετά από τα αρσ. αυτής τής κατηγορίας από την αρχική σημασία τού δράστη ενέργειας εξελίχθηκαν σε ονόματα εργαλείων ή αντικειμένων (πρβλ. λαμπ-τήρ, ξυσ-τήρ, ῥαισ-τήρ). Η κατάληξη -τηρ, επίσης, απαντά και σε λέξεις που δηλώνουν συγγενικά πρόσωπα (πρβλ. πα-τήρ, μή-τηρ) και σε άλλες που δηλώνουν μέλη τού σώματος (πρβλ. μυκ-τήρ, οὐρητήρ, σωφρονισ-τήρ), ενώ η κατάλ. -τωρ, -τορος (αντί *-τωρος κατά το λατ. -tōris) χρησιμοποιήθηκε και για απόδοση στην Ελληνική λατινικών λέξεων σε -tōr, -tōris (πρβλ. δικτά-τωρ, σπεκουλά-τωρ). Οι καταλήξεις -τηρ και -τωρ, και με τις δύο χρήσεις τους, διατηρήθηκαν μέσω τής Κοινής και στη Νέα Ελληνική, όπου απαντούν με τις μορφές -τήρας (πρβλ. βραστήρας, κινη-τήρας, κλη-τήρας, σω-τήρας) και -τορας (πρβλ. λέκ-τορας, ρή-τορας), αλλά και ορισμένοι σε -άτορας* (πρβλ. βλεπ-άτορας, μαγαζ-άτορας, συμβουλ-άτορας). Τέλος, τα αρσενικά σε -τηρ σχηματίζουν θηλ. σε -τειρα, -τρια, -τρίς (πρβλ. σώ-τειρα, ἀγύρ-τρια, αὐλη-τρίς), αλλά υπάρχουν και ορισμένα θηλυκά σε -τορίς, αντίστοιχα τών αρσενικών σε -τωρ (πρβλ. ἀλεκ-τορίς).Παραδείγματα λ. σε -τηρ/-τήρας: απολυμαντήρ(ας), βραστήρ(ας), δοτήρ(ας), καθετήρ(ας), καυστήρ(ας), κινητήρ(ας), κλητήρ(ας), λαμπτήρ(ας), λουτήρ(ας), μνηστήρ(ας), νιπτήρ(ας), ξυστήρ(ας), σημαντήρ(ας), σφιγκτήρ(ας), σωτήρ(ας), φυσητήρ(ας), χαρακτήρ(ας), χυτήρ(ας), ψυκτήρ(ας)αρχ.αρπακτήρ, θρεπτήρ, κοσμητήρ, μηνυτήρ, ναστήρ, οδηγητήρ, πλυτήρ, ποιμαντήρ, πωλητήρ, τιμωρητήρ, ψαλτήρνεοελλ.αναπτήρας, ανεμιστήρας, κοπτήρας, λιπαντήρας, μαιευτήρας, σιγαστήρας, στεγνωτήρας, φωστήρας.Παραδείγματα λ. σε -τωρ /-τορας: αυτοκράτορας(-τωρ), γεννήτορας(-τωρ), δικτάτορας(-τωρ), εισπράκτορας(-τωρ), εστιάτορας(-τωρ), κοσμήτορας(-τωρ), κτήτορας(-τωρ), πράκτορας(-τωρ), ρήτορας(-τωρ)αρχ.ευρήτωρ, ηγήτωρ, θηρεύτωρ, κλήτωρ, λυμάντωρ, νικήτωρ, οικήτωρ, ραίστωρ, ταράκτωρ, τινάκτωρνεοελλ.διδάκτορας, δόκτορας, λέκτορας.
Dictionary of Greek. 2013.